Ο θεσμός των προαπαιτουμένων έχει ισχύ σε τμήματα του ελληνικού πανεπιστημίου τα τελευταία 10-15 χρόνια περίπου. Ως προαπαιτούμενα ορίζονται είτε μαθήματα-αλυσίδες, είτε συγκεκριμένα μαθήματα που θεωρούνται «απαραίτητα εργαλεία γνώσης» για την κατανόηση άλλων μαθημάτων και ως εκ τούτου κρίνεται απαραίτητο για τον φοιτητή να τα έχει περάσει ώστε να μπορεί να παρακολουθήσει και να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις των μαθημάτων πιο σύνθετου χαρακτήρα.
Εν συντομία, τα προαπαιτούμενα ξεκίνησαν να υφίστανται στη λογική της παρότρυνσης του φοιτητή να περνάει αυτά τα μαθήματα για δικό του όφελος και δική του διευκόλυνση, καθώς και για τον περιορισμό του ορίου φοίτησης, όπως ισχυρίζονται όσοι συμμετείχαν στην καθιέρωση του θεσμού (καθηγητές, φοιτητές της ΔΑΠ). Εμφανίζονται, λοιπόν, ως σανίδα σωτηρίας στον φοιτητή που κολυμπάει μέσα στο ποτάμι της γνώσης και ως χείρα βοηθείας που θα τον οδηγήσει στην άλλη όχθη. Οι μόνες προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιεί ο φοιτητής είναι να περνάει αυτά τα μαθήματα και αυτόματα η πύλη για την επόμενη αίθουσα γνώσης θα είναι ανοιχτή.
Από την παραπάνω θέση λοιπόν προκύπτουν μια σειρά καίριων ερωτημάτων που σχετίζονται με
- την αρτιότητα από παιδευτικής άποψης και
- την αποτελεσματικότητα αυτής της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Θεωρώντας ότι η εκπαιδευτική διαδικασία έχει ως στόχο τη δημιουργία χρήσιμων πολιτών στην κοινωνία, δεν μπορούμε παρά να ασκήσουμε οξεία κριτική σε ένα θεσμό όπως ο παραπάνω, ο οποίος, όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια στρέφεται προς την αντίθετη κατεύθυνση, προωθώντας λογικές πειθαρχίας σε ένα μοντέλο παρωπιδισμού.
Ταυτόχρονα, δε θα μπορούσαμε να μη θίξουμε το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η λογική των προαπαιτουμένων, το οποίο είναι αυτό της διαρκώς αυξανόμενης εντατικοποίησης των πανεπιστημίων.
Τέλος, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τόσο την αποτελεσματικότητα του θεσμού στη λογική του κατά πόσο ένας προβιβάσιμος βαθμός εξασφαλίζει την πολυπόθητη προαπαιτούμενη γνώση, όσο και το πώς τα προαπαιτούμενα σε συνδυασμό το ν+3 έχουν φτάσει το μέσο όριο αποφοίτησης από το τμήμα στα 6,5 χρόνια.
Η εκ των άνω επιβολή μιας άποψης ποτέ και σε καμία συγκυρία δεν αποτύπωσε τις επιθυμίες της βάσης της κοινωνίας. Έτσι, και η καθιέρωση των προαπαιτουμένων από μια μερίδα φοιτητών και καθηγητών στο τμήμα, δεν αποτέλεσε κοινή επιθυμία του συλλόγου, ο οποίος ενημερώθηκε εκ των υστέρων για την ισχύ του νέου θεσμού. Η δημιουργία ολοκληρωμένων ανθρώπων προϋποθέτει ισχυρή παρότρυνση για συμμετοχή στα κοινά κάτι τι οποίο δεν έγινε από τους «φοιτητές-εκπροσώπους» στη δεδομένη χρονική συγκυρία, όπως άλλωστε και σε κάθε συγκυρία.
Η εποχή των προαπαιτουμένων έρχεται, ενώ και η δυνατότητα ελεύθερης ρύθμισης του προσωπικού χρόνου του φοιτητή και του προγράμματος φοίτησής του, φεύγει. Πλέον υπάρχουν επιβεβλημένα μαθήματα που πρέπει να περάσει κανείς για να πάρει Εργαστήρια Χημικής Μηχανικής Ι-ΙΙ στο 4ο έτος και ΤΟ.Μ. στο 5ο και ο φοιτητής βρίσκεται σε μια διαρκή κούρσα για να περάσει το εκάστοτε προαπαιτούμενο. Οι «κυρώσεις» μιας πιθανής αποτυχίας είναι η καθυστέρηση των σπουδών του για ένα, στην καλύτερη περίπτωση, χρόνο. Το αρχικό επιχείρημα θέσμισης των προαπαιτουμένων περί μείωσης του ορίου αποφοίτησης καταρρίπτεται από την ίδια την εφαρμογή του θεσμού. Η διευκόλυνση του φοιτητή που ήταν μια από τις θέσεις των υπευθύνων όταν στήριζαν την εφαρμογή, μετατρέπεται τώρα σε ολοένα και μεγαλύτερο βάρος για τον φοιτητή, καθώς το πλήθος των προαπαιτουμένων αυξάνει.
Από εκπαιδευτικής άποψης, δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα που να πλαισιώνει το θεσμό και να είναι ικανό να ερμηνεύσει πώς αυτός ενδυναμώνει την κριτική σκέψη, τον προσανατολισμό για αναζήτηση νέας γνώσης, τη σύνδεση της επιστήμης με την κοινωνία. Τα παραπάνω ζητήματα συνιστούν κεφαλαιώδεις στόχους της εκπαίδευσης και είναι απορίας άξιο πώς ενώ όλοι οι ιθύνοντες αναφέρονται σ’ αυτά, κανείς ποτέ δεν προσανατόλισε τη δράση του προς τέτοιου είδους κατευθύνσεις. Πολύ περισσότερο από ένα καταναγκαστικό θεσμό, χρειαζόμαστε ουσιαστική γνώση. Ο χαρακτηρισμός «ουσιαστική» δεν κρίνεται μόνο από το περιεχόμενό της, αλλά και από τον τρόπο μετάδοσής της. Μια πληροφορία στη σφαίρα της γνώσης είναι στείρα, αν δεν μπορεί να υπάρξει σε δυναμική σχέση με το κοινωνικό σύνολο. Ο τρόπος που διδασκόμαστε, προαπαιτούμενα μαθήματα και μη, είναι στείρος τρόπος διδασκαλίας ως επί το πλείστον.
Η αδυναμία, ή αδιαφορία του καθηγητή για μετάδοση της γνώσης, θεώρησαν ότι μπορεί να λυθεί με θεσμούς όπως τα προαπαιτούμενα. Το όριο φοίτησης δεν μειώνεται με τέτοιους θεσμούς όμως, ούτε άνθρωποι με κριτική ικανότητα βγαίνουν από τα πανεπιστήμια με τη βοήθεια αυτών των μεθόδων γιατί πολύ απλά τέτοιες τακτικές αναπαράγουν την αγανάκτηση του φοιτητή για το μάθημα και την αδιαφορία του καθηγητή προς τον φοιτητή του χωρίς να προσφέρουν καμία λύση. Συνεπώς, το υπάρχον μοντέλο μόνο ως μοντέλο παρωπιδισμού μπορεί να χαρακτηριστεί καθώς υιοθετεί κοντόφθαλμη οπτική γωνία και αναλύει την πραγματικότητα μέσα από παρωπίδες που δεν του επιτρέπουν να θίξει το θέμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας στη βάση του.
Τα προαπαιτούμενα δεν είναι ένας αυθύπαρκτος θεσμός και δεν μπορούν ν αντιμετωπίζονται ως τέτοιος. Μια καθολική μάστιγα εντατικοποίησης πλήττει το πανεπιστήμιο στις μέρες μας και εφαρμόζεται κατά τόπους με διάφορες μορφές. Μια τέτοια μορφή εντατικοποίησης είναι και τα προαπαιτούμενα. Η εντατικοποίηση είναι μια έννοια με την οποία επίσης αξίζει να ασχοληθούμε καθώς παρατηρούμε ότι έχει καταφέρει να επαναπροσδιορίσει τα αυτονόητα προς την κατεύθυνση που εξυπηρετεί και να κάνει την πλάστιγγα της αλληλεγγύης να γέρνει προς την εξατομίκευση.
Θεωρούμε ότι η εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας στηρίζεται στην αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της. Υπό αυτή την έννοια, ο ανταγωνισμός σε καμία περίπτωση δεν προωθεί υγιή λειτουργία της κοινωνίας, καθώς την κατακερματίζει σε άτομα στερώντας της το ισχυρότερο όπλο της: τη συλλογική δράση. Η εντατικοποίηση με το επιχείρημα «τεχνολογική ανάπτυξή σημαίνει πιο εντατικοποιημένη μάθηση, αλλά και εργασία» κάνει την εμφάνισή της σαν ανάγκη της κοινωνίας εξυπηρετώντας άριστα τα συμφέροντα του συστήματος.
Εντατικοποιούμαστε όχι για να βγούμε απόφοιτοι-αυριανοί εργαζόμενοι με περισσότερη γνώση, ή καλύτερη ποιοτικά γνώση, όπως πολλοί νομίζουν. Η διαδικασία της εντατικοποίησης συμβάλλει στην διαμόρφωση παθητικών ατόμων που πειθαρχούν στους ρυθμούς φοίτησης και εργασίας που τους επιβάλλονται, περιορίζοντας τον ελεύθερο χρόνο τους και αμβλύνοντας την κριτική τους σκέψη. Δομείται πάνω στην εξατομίκευση και καταφέρνει να την προωθήσει, δεδομένου ότι οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των ατόμων, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία συνόλων που πάσχουν γιατί είναι κατακερματισμένα. Ο σημερινός αγώνας δρόμου για να περάσει κανείς ένα μάθημα, μετατρέπεται σε αυριανή κούρσα για να κατακτήσει ή να διατηρήσει μια επαγγελματική θέση. Και στις δύο περιπτώσεις το ιδεολόγημα του άξιου, που πάει χέρι-χέρι με την εντατικοποίηση, είναι αυτό που κυριαρχεί. Ωστόσο, η έννοια της αξίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα κριτήρια που τίθενται κάθε φορά. Επομένως, για το σύστημα άξιος είναι αυτός που έχει υιοθετήσει στον καλύτερο βαθμό τους κανόνες του συστήματος, αυτός που το νομιμοποιεί στη συνείδησή του και δρα προς όφελός του.
Επιστρέφοντας στο προαπαιτούμενα λοιπόν, άξιος θεωρείται αυτός που κατάφερε να τα περάσει, ενώ μη άξιος αυτός που απέτυχε. Εύκολα γίνεται αντιληπτό από αυτόν τον διαχωρισμό ότι ο θεσμός δημιουργεί φοιτητές δύο ταχυτήτων που δεν μπορούν να συνυπάρξουν γιατί κάποιοι είναι λιγότερο άξιοι από κάποιους άλλους. Ακόμα ευκολότερα γίνεται αντιληπτό ότι όλη η ευθύνη για την αποτυχία του φοιτητή μετατίθεται στον ίδιο, ενώ ο καθηγητής ως δια μαγείας δεν εμφανίζεται πουθενά ως υπεύθυνος.
Αξίζει να μας προβληματίσει στο σημείο αυτό, αυτή η «μαγική» αποποίηση ευθυνών των καθηγητών μπροστά στην αποτυχία των φοιτητών τους. Είναι πραγματικά απορίας άξιο το ποσοστό αποτυχίας σε μαθήματα όπως Εργαστήριο Ι, Ανόργανη Χημεία, Οργανική Χημεία Ι-ΙΙ, Φυσικές Διεργασίες ΙΙ, Αντιρρύπανση, Τρόφιμα, Ενεργειακές Πρώτες Ύλες, Φυσικοχημεία ΙΙ, Πολυμερή, Εφαρμοσμένα Μαθηματικά κλπ. Ο ισχυρισμός «οι φοιτητές είναι τεμπέληδες και δεν ασχολήθηκαν με το μάθημα, γι’ αυτό κόπηκαν» είναι εξόφθαλμη αδυναμία ανάληψης ευθύνης από πλευράς των καθηγητών, ή δείγμα αδιαφορίας, κάτι ακόμα χειρότερο.
Επιπροσθέτως και επιστρέφοντας στον θεσμό των προαπαιτουμένων, κατηγοριοποιώντας τα μαθήματα σε σημαντικά και μη (προαπαιτούμενα και μη δηλαδή), προλειαίνεται το έδαφος για αλλαγές του προγράμματος σπουδών στις κατευθύνσεις της Μπολόνια, δηλαδή σπάσιμο των σπουδών σε δύο κύκλους. Τι σημαίνει για μας δύο ταχύτητες? Πρόκειται για το σπάσιμο των εργασιακών και επαγγελματικών μας δικαιωμάτων, αφού τα πτυχία μας θα αναγνωρίζονται ως Βachelor και Μaster of Science. Η πολυπόθητη κοινωνική συνοχή που στις μέρες μας είναι εξαιρετικά εύθραυστη, καταλύεται. Οι ολοένα και περισσότερο αναλώσιμοι εργαζόμενοι εμφανίζονται σαν μονάδες-άτομα μέσα στην ελεύθερη αγορά, αδυνατώντας να διασφαλίσουν τα κεκτημένα τους δικαιώματα, πολύ περισσότερο να διεκδικήσουν καινούρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου